μισόπτωχος

μισόπτωχος
μισόπτωχος, -ον (Α)
αυτός που αποφεύγει τους φτωχούς («μισόπτωχε θέα, μούνη πλούτου δαμάτειρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πτωχός (πρβλ. φιλό-πτωχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισόπτωχος — μῑσόπτωχος , μισόπτωχος hating the poor masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

  • ԱՂՔԱՏԱՏԵԱՑ — ( ) NBH 1 0046 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. μισόπτωχος odio habens, vel fugiens pauperes Ատեցօղ աղքատաց. ախքըտէն երես դարձընօղ. *Աղքատատեացք, վէսք եւ հպարտք. Մծբ. ՟Ժ՟Թ: ԱՂՔԱՏԱՏԵԱՑ (2 1042) *Յերեւելիս աղքատասէր, եւ ʼի ծածուկ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μισοπτώχους — μῑσοπτώχους , μισόπτωχος hating the poor masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισόπτωχε — μῑσόπτωχε , μισόπτωχος hating the poor masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισόπτωχοι — μῑσόπτωχοι , μισόπτωχος hating the poor masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”